μοιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(25)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω)
έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι
νεοελλ.
1. (ως απρόσ.) μοιάζει
φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον»
2. φρ. «δεν σού μοιάζω» — δεν έχω τις συνήθειές σου
νεοελλ.-μσν.
(ως απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει (α. «δεν σού μοιάζει να κάνεις τον έξυπνο» β. «σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκη το πως μοιάζει», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συγκρίνω, παραβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιάζω (< ὅμοιος), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι)].