μολυβδώνω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(25)
(No difference)

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

(ΑΜ μολυβδώ, -όω) μόλυβδος
νεοελλ.
επικαλύπτω, επενδύω κάτι εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, βαραίνω κάτι με την προσθήκη μολύβδου
αρχ.
παθ. μολυβδοῡμαι, -όομαι
α) λειώνω σαν μόλυβδος
β) (για το παιγνίδι τών αστραγάλων) είμαι γεμάτος με μόλυβδο
γ) (για δίχτυ) έχω τεμάχια μολύβδου κρεμασμένα για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό.