μακροτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[τράχηλος]].
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[τράχηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μακροτράχηλος]], -ον (AM, Μ και [[μακρυτράχηλος]])<br />αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, [[μακρολαίμης]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτράχηλος Medium diacritics: μακροτράχηλος Low diacritics: μακροτράχηλος Capitals: ΜΑΚΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: makrotráchēlos Transliteration B: makrotrachēlos Transliteration C: makrotrachilos Beta Code: makrotra/xhlos

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.

Greek Monolingual

μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.