λιθαγωγία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
(8)
 
(23)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=liqagwgi/a
|Beta Code=liqagwgi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conveyance of stone</b>, IG12.347.37, <span class="title">SIG</span>241 <span class="title">B</span>87 (Delph., iv B.C.).</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conveyance of stone</b>, IG12.347.37, <span class="title">SIG</span>241 <span class="title">B</span>87 (Delph., iv B.C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λιθαγωγία]]) [[λιθαγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] την οποία έχουν [[μερικά]] φάρμακα να διευκολύνουν την κάθοδο και [[έξοδο]] λίθων από τον οργανισμό<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μεταφορά]] λίθων.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθᾰγωγία Medium diacritics: λιθαγωγία Low diacritics: λιθαγωγία Capitals: ΛΙΘΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: lithagōgía Transliteration B: lithagōgia Transliteration C: lithagogia Beta Code: liqagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conveyance of stone, IG12.347.37, SIG241 B87 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

η (Α λιθαγωγία) λιθαγωγός
νεοελλ.
η ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φάρμακα να διευκολύνουν την κάθοδο και έξοδο λίθων από τον οργανισμό
αρχ.
η μεταφορά λίθων.