μοιχαλλοίωτοι: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(6_6)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιχαλλοίωτοι''': ἐπίθ., Θ. Στουδ. σ. 832, ἔκδ. Mi. Ἡ Λατιν. [[ἐκεῖ]] μετάφρ. τὸ ἑρμηνεύει: qui adulterium (τοῦ εἰκονομάχου βασιλέως) volebant conjugium videri, ἀλλὰ [[τότε]] ἡ λέξ. ἔπρεπε, [[νομίζω]], νὰ [[εἶναι]]: μοιχαλλοιωταί, εἰ καὶ δέν με λανθάνει, ὅτι ὑπάρχουσιν ἐπίθετα εἰς τος ἐνεργητικῆς σημασίας. Ὅμως δὲ ὑποθέτων τὴν γραφὴν ὀρθῶς ἔχουσαν ὡς ἔχει, [[ἑρμηνεύω]]: οἱ ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ βασιλέως ἀλλοιωθέντες τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐσέβειαν, [[ὥστε]] ἐγκρίνειν τὸν ἄθεσμον [[αὐτοῦ]] τέταρτον γάμον, Στ. Κουμαν. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.
|lstext='''μοιχαλλοίωτοι''': ἐπίθ., Θ. Στουδ. σ. 832, ἔκδ. Mi. Ἡ Λατιν. [[ἐκεῖ]] μετάφρ. τὸ ἑρμηνεύει: qui adulterium (τοῦ εἰκονομάχου βασιλέως) volebant conjugium videri, ἀλλὰ [[τότε]] ἡ λέξ. ἔπρεπε, [[νομίζω]], νὰ [[εἶναι]]: μοιχαλλοιωταί, εἰ καὶ δέν με λανθάνει, ὅτι ὑπάρχουσιν ἐπίθετα εἰς τος ἐνεργητικῆς σημασίας. Ὅμως δὲ ὑποθέτων τὴν γραφὴν ὀρθῶς ἔχουσαν ὡς ἔχει, [[ἑρμηνεύω]]: οἱ ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ βασιλέως ἀλλοιωθέντες τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐσέβειαν, [[ὥστε]] ἐγκρίνειν τὸν ἄθεσμον [[αὐτοῦ]] τέταρτον γάμον, Στ. Κουμαν. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοιχαλλοίωτοι]], οἱ (Μ)<br />αυτοί που άλλαξαν τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους, ώστε να εγκρίνουν τον παράνομο [[τέταρτο]] γάμο του μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀλλοιῶ</i>, -<i>όω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μοιχαλλοίωτοι: ἐπίθ., Θ. Στουδ. σ. 832, ἔκδ. Mi. Ἡ Λατιν. ἐκεῖ μετάφρ. τὸ ἑρμηνεύει: qui adulterium (τοῦ εἰκονομάχου βασιλέως) volebant conjugium videri, ἀλλὰ τότε ἡ λέξ. ἔπρεπε, νομίζω, νὰ εἶναι: μοιχαλλοιωταί, εἰ καὶ δέν με λανθάνει, ὅτι ὑπάρχουσιν ἐπίθετα εἰς τος ἐνεργητικῆς σημασίας. Ὅμως δὲ ὑποθέτων τὴν γραφὴν ὀρθῶς ἔχουσαν ὡς ἔχει, ἑρμηνεύω: οἱ ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ βασιλέως ἀλλοιωθέντες τὰ ἤθη καὶ τὴν εὐσέβειαν, ὥστε ἐγκρίνειν τὸν ἄθεσμον αὐτοῦ τέταρτον γάμον, Στ. Κουμαν. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.

Greek Monolingual

μοιχαλλοίωτοι, οἱ (Μ)
αυτοί που άλλαξαν τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους, ώστε να εγκρίνουν τον παράνομο τέταρτο γάμο του μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἀλλοιῶ, -όω].