λαμυρίς: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_9) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαμυρίς''': ἡ, = [[λωγάνιον]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3. | |lstext='''λαμυρίς''': ἡ, = [[λωγάνιον]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαμυρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το λιπαρό [[δέρμα]] που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. [[λωγάνιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[λαμυρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = λωγάνιον, Sch.Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 14] ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.
Greek (Liddell-Scott)
λαμυρίς: ἡ, = λωγάνιον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3.
Greek Monolingual
λαμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός.