λεπυριώδης: Difference between revisions
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> formé de cosses, d’écales <i>ou</i> de tuniques superposées;<br /><b>2</b> partie écailleuse d’un corps.<br />'''Étymologie:''' [[λεπύριον]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> formé de cosses, d’écales <i>ou</i> de tuniques superposées;<br /><b>2</b> partie écailleuse d’un corps.<br />'''Étymologie:''' [[λεπύριον]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπυριώδης]], -ῶδες (Α)<br />[[λεπύριον]]<br />[[λεπυρώδης]], αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like husks, consisting of coats or layers, like the onion, Arist.HA546b30, Thphr.HP 4.6.2, 7.9.4, al.; cf. λεπυρώδης.
German (Pape)
[Seite 32] ες, hülfenartig, aus über einander liegenden Hülsen, Schalen bestehend; Arist. H. A. 5, 15; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῡριώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λέπυρον, συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ κρόμμυον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. λεπυρώδης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 formé de cosses, d’écales ou de tuniques superposées;
2 partie écailleuse d’un corps.
Étymologie: λεπύριον, -ωδης.
Greek Monolingual
λεπυριώδης, -ῶδες (Α)
λεπύριον
λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.