λευκοπτέρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_22) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκοπτέρυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[λευκόπτερος]], πιθ. γραφ. παρ’ Ἴωνι 10. | |lstext='''λευκοπτέρυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[λευκόπτερος]], πιθ. γραφ. παρ’ Ἴωνι 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λευκοπτέρυξ]], -υγος, ό, ἡ (Α)<br />(πιθ. γραφ.) [[λευκόπτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg., prob. l. in Ion Eleg. 10.
German (Pape)
[Seite 34] υγος, dasselbe, nur Conj. bei Ion im Schol. Ar. Pax 835.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = λευκόπτερος, πιθ. γραφ. παρ’ Ἴωνι 10.
Greek Monolingual
λευκοπτέρυξ, -υγος, ό, ἡ (Α)
(πιθ. γραφ.) λευκόπτερος.