λευκόπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν, <i>gén.</i> ποδος<br />aux pieds blancs, <i>càd</i> nus.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ποῦς.
|btext=ους, ουν, <i>gén.</i> ποδος<br />aux pieds blancs, <i>càd</i> nus.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ποῦς.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[λευκόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει τα πόδια [[λευκά]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπους Medium diacritics: λευκόπους Low diacritics: λευκόπους Capitals: ΛΕΥΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leukópous Transliteration B: leukopous Transliteration C: lefkopous Beta Code: leuko/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A white-footed, bare-footed, Βάκχαι E.Cyc.72 (lyr.), cf. Ar.Lys.665, Anacreont.8.5.

German (Pape)

[Seite 34] -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων λευκοὺς πόδας, γυμνόπους, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 72, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 8. 5, Ἀριστοφ. Λυσ. 665 (καὶ αὐτόθι τοὺς Ἑρμηνευτάς).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. ποδος
aux pieds blancs, càd nus.
Étymologie: λευκός, ποῦς.

Greek Monolingual

-ουν (Α λευκόπους, -ουν)
αυτός που έχει τα πόδια λευκά.