λευκέρυθρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_16)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκέρυθρος''': -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.
|lstext='''λευκέρυθρος''': -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λευκέρυθρος]], -ον Α και [[λευκοέρυθρος]], -ον) [[λευκός]] και [[ερυθρός]], [[ερυθρόλευκος]], ασπροκόκκινος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρυθρός]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκέρυθρος Medium diacritics: λευκέρυθρος Low diacritics: λευκέρυθρος Capitals: ΛΕΥΚΕΡΥΘΡΟΣ
Transliteration A: leukérythros Transliteration B: leukerythros Transliteration C: lefkerythros Beta Code: leuke/ruqros

English (LSJ)

ον,

   A whitish red, χροιαί Arist.Phgn.806b4; of persons, Ptol.Tetr.143.

German (Pape)

[Seite 33] weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκερυθρόχρους, von weißrother Farbe, u. λευκερυθροφωσφόρος bilden.

Greek (Liddell-Scott)

λευκέρυθρος: -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λευκέρυθρος, -ον Α και λευκοέρυθρος, -ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἐρυθρός.