λευκόπυρος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6_14)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόπῡρος''': ὁ, [[σεμίδαλις]], ἐν τῷ πληθ., Φίλων 1. 614, 669.
|lstext='''λευκόπῡρος''': ὁ, [[σεμίδαλις]], ἐν τῷ πληθ., Φίλων 1. 614, 669.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόπυρος]], ὁ (Α)<br />[[αλεύρι]] εκλεκτής ποιότητας, σιμιγδαλι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[αλεύρι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπῡρος Medium diacritics: λευκόπυρος Low diacritics: λευκόπυρος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΥΡΟΣ
Transliteration A: leukópyros Transliteration B: leukopyros Transliteration C: lefkopyros Beta Code: leuko/puros

English (LSJ)

ὁ,

   A fine wheat, in pl., Ph.1.614, 669.

German (Pape)

[Seite 34] = σεμίδαλις, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπῡρος: ὁ, σεμίδαλις, ἐν τῷ πληθ., Φίλων 1. 614, 669.

Greek Monolingual

λευκόπυρος, ὁ (Α)
αλεύρι εκλεκτής ποιότητας, σιμιγδαλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πυρός «αλεύρι»].