λιθοκοπικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_10) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθοκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοκοπίαν, [[σκεῦος]] Εὐστ. 1533. 10˙ ἡ -κή, (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κόπτειν λίθους, Θεοδώρητ. IV. 797Β. | |lstext='''λῐθοκοπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοκοπίαν, [[σκεῦος]] Εὐστ. 1533. 10˙ ἡ -κή, (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κόπτειν λίθους, Θεοδώρητ. IV. 797Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιθοκοπικός]], -ή, -όν (Α) [[λιθοκόπος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιθοκοπία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for stone-cutting, σκεῦος Eust.1533.10.
German (Pape)
[Seite 45] ή, όν, zum Steinhauen gehörig, Eust. ἡ λιθοκοπικὴ τέχνη, Steinhauerkunft.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοκοπίαν, σκεῦος Εὐστ. 1533. 10˙ ἡ -κή, (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κόπτειν λίθους, Θεοδώρητ. IV. 797Β.
Greek Monolingual
λιθοκοπικός, -ή, -όν (Α) λιθοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοκοπία.