λιθοκοπία

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκοπία Medium diacritics: λιθοκοπία Low diacritics: λιθοκοπία Capitals: ΛΙΘΟΚΟΠΙΑ
Transliteration A: lithokopía Transliteration B: lithokopia Transliteration C: lithokopia Beta Code: liqokopi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἡ ἐκ λίθων βολή, Suid.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, das Steinhauen, Suid. erkl. ἡ ἐκ λίθων βολή.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκοπία: ἡ, τὸ κόπτειν λίθους, κατὰ δὲ τὸν Σουΐδ.: «λιθοκοπία, ἡ ἐκ λίθων βολή».

Greek Monolingual

η (Α λιθοκοπία) λιθοκόπος
η κοπή λίθων, το σπάσιμο πέτρας σε χαλίκια
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἐκ λίθων βολή».