λιθοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοτράχηλος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τράχηλον λίθινον, δηλ. δύσκαμπτον, Κύριλλ.
|lstext='''λῐθοτράχηλος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τράχηλον λίθινον, δηλ. δύσκαμπτον, Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθοτράχηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό και δύσκαμπτο τράχηλο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκληροτράχηλος]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοτράχηλος Medium diacritics: λιθοτράχηλος Low diacritics: λιθοτράχηλος Capitals: ΛΙΘΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: lithotráchēlos Transliteration B: lithotrachēlos Transliteration C: lithotrachilos Beta Code: liqotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A stony-, i.e. stiff-necked, Jul.Gal.213b.

German (Pape)

[Seite 46] mit steinernem Halse, übertr. halsstarrig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοτράχηλος: [ᾰ], -ον, ἔχων τράχηλον λίθινον, δηλ. δύσκαμπτον, Κύριλλ.

Greek Monolingual

λιθοτράχηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σκληρό και δύσκαμπτο τράχηλο
2. μτφ. σκληροτράχηλος.