λιγύπνοος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγύπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, = [[λιγυπνείων]], Κόλουθ. 309, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270.
|lstext='''λῐγύπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, = [[λιγυπνείων]], Κόλουθ. 309, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγύπνοος]], -οον και -ους, -ουν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λιγύπνοιος]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠπνοος Medium diacritics: λιγύπνοος Low diacritics: λιγύπνοος Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΟΣ
Transliteration A: ligýpnoos Transliteration B: ligypnoos Transliteration C: ligypnoos Beta Code: ligu/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. λιγύπνους, ουν, = foreg., Coluth.309, IG14.1934f7.

German (Pape)

[Seite 43] laut wehend, pfeifend, ἡ λιγύπνους ἀκρίς, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844, p. 1008; νομός, lustig, Coluth. 309.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, = λιγυπνείων, Κόλουθ. 309, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270.

Greek Monolingual

λιγύπνοος, -οον και -ους, -ουν (Α)
βλ. λιγύπνοιος.