λιγυπτερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(c1)
 
(23)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.
}}
{{ls
|lstext='''λῐγυπτερόφωνος''': -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγυπτερόφωνος]], -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 43] hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπτερόφωνος: -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.

Greek Monolingual

λιγυπτερόφωνος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά.