λινοβάμβακος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(23)
(No difference)

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

και λινομπάμπακος, -η, -ο (Μ λινοβάμβακος, -ον)
1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού
2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοι
κρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, -ακος με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. αμπελοχώραφο)].