λινοβάμβακος

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

και λινομπάμπακος, -η, -ο (Μ λινοβάμβακος, -ον)
1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού
2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοι
κρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, -ακος με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. αμπελοχώραφο)].