λιπόνεως: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_22)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόνεως''': -ων, = [[λιπόναυς]], Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε [[λειπανδρέω]].
|lstext='''λῐπόνεως''': -ων, = [[λιπόναυς]], Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε [[λειπανδρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόνεως]], -ων (Α)<br />[[λιπόναυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[περί]]-<i>νεως</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 52] = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιπόνεως, -ων (Α)
λιπόναυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί-νεως].