λογοδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_14) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] λόγων, εὐγλωττίας, [[Πολυδ]]. Β΄, 125. | |lstext='''λογοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] λόγων, εὐγλωττίας, [[Πολυδ]]. Β΄, 125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λογοδιδάσκαλος]], ὁ (ΑM)<br />[[διδάσκαλος]] της ευγλωττίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of eloquence, Poll.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.
Greek Monolingual
λογοδιδάσκαλος, ὁ (ΑM)
διδάσκαλος της ευγλωττίας.