λογώδης: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_7)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογώδης''': -ες, = [[λογοειδής]], Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.
|lstext='''λογώδης''': -ες, = [[λογοειδής]], Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[λογώδης]], -ῶδες (Α) [[λόγος]]<br /><b>1.</b> [[λογοειδής]]<br /><b>2.</b> (για [[επιχείρημα]]) [[προφορικός]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογώδης Medium diacritics: λογώδης Low diacritics: λογώδης Capitals: ΛΟΓΩΔΗΣ
Transliteration A: logṓdēs Transliteration B: logōdēs Transliteration C: logodis Beta Code: logw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M.    II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.

Greek (Liddell-Scott)

λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.

Greek Monolingual

λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.