λιμενάρχης: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐμενάρχης''': -ου, ὁ, ἐπιθεωρητὴς ἢ [[ἐπόπτης]] τοῦ λιμένος, Γλωσσ.
|lstext='''λῐμενάρχης''': -ου, ὁ, ἐπιθεωρητὴς ἢ [[ἐπόπτης]] τοῦ λιμένος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λιμενάρχης]])<br />ο [[προϊστάμενος]] της λιμενικής αρχής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] ανώτερου αξιωματικού του λιμενικού σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]])].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενάρχης Medium diacritics: λιμενάρχης Low diacritics: λιμενάρχης Capitals: ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ
Transliteration A: limenárchēs Transliteration B: limenarchēs Transliteration C: limenarchis Beta Code: limena/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A harbour-master, PGiss.10.4 (ii A.D.), Cod.Just.7.16.38, Gloss.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, Hafenaufseher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενάρχης: -ου, ὁ, ἐπιθεωρητὴς ἢ ἐπόπτης τοῦ λιμένος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α λιμενάρχης)
ο προϊστάμενος της λιμενικής αρχής
νεοελλ.
βαθμός ανώτερου αξιωματικού του λιμενικού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -άρχης (< ἄρχω)].