λοξοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6_19)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξοδρόμος''': -ον, τρέχων λοξῶς, πλαγίως, Πισίδ.
|lstext='''λοξοδρόμος''': -ον, τρέχων λοξῶς, πλαγίως, Πισίδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοξοδρόμος]], -ον (Μ)<br /> αυτός που τρέχει [[λοξά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-[[δρόμος]], <i>κοσμο</i>-[[δρόμος]])].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λοξοδρόμος: -ον, τρέχων λοξῶς, πλαγίως, Πισίδ.

Greek Monolingual

λοξοδρόμος, -ον (Μ)
αυτός που τρέχει λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. ιστιο-δρόμος, κοσμο-δρόμος)].