λογχίτης: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_3) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογχίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[λογχοφόρος]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 78. II. λογχῖτις, ιδος, ἡ, ὡς οὐσιαστ., φυτὸν τι «οὗ τὸ [[σπέρμα]] ἐν περικαρπίοις λόγχῃ ὁμοίοις, τριγώνοις» Διοσκ. 3. 161 κἑξ. | |lstext='''λογχίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[λογχοφόρος]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 78. II. λογχῖτις, ιδος, ἡ, ὡς οὐσιαστ., φυτὸν τι «οὗ τὸ [[σπέρμα]] ἐν περικαρπίοις λόγχῃ ὁμοίοις, τριγώνοις» Διοσκ. 3. 161 κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λογχίτης]]) [[λόγχη]]<br />[[στρατιώτης]] οπλισμένος με [[λόγχη]], [[λογχοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A spearman, Hdn.Epim.78. II λογχῖτις, ιδος, ἡ, plant with spear-shaped seeds, Serapias Lingua, Dsc.3.144, Gal.12.63. 2 Holly-fern, Aspidium lonchitis, Dsc.3.145, Gal. l.c. 3 shrub yielding τὸ Ἰνδικὸν λύκιον, Dsc.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
λογχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, λογχοφόρος, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 78. II. λογχῖτις, ιδος, ἡ, ὡς οὐσιαστ., φυτὸν τι «οὗ τὸ σπέρμα ἐν περικαρπίοις λόγχῃ ὁμοίοις, τριγώνοις» Διοσκ. 3. 161 κἑξ.
Greek Monolingual
ο (Α λογχίτης) λόγχη
στρατιώτης οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος.