λιτανευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
(6_10) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐτᾰνευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809. | |lstext='''λῐτᾰνευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιτανευτικός]], -ή, -όν (Α) [[λιτανεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιτανεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for praying, Sch.A.Supp. 809.
Greek (Liddell-Scott)
λῐτᾰνευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.
Greek Monolingual
λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) λιτανεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.