λυσίδρως: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(6_23)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσίδρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος, Α. Β. 1197.
|lstext='''λῡσίδρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος, Α. Β. 1197.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσίδρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τον [[ιδρώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ίδρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἱδρώς]] «[[ιδρώτας]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ίδρως</i>, <i>φιλ</i>-<i>ίδρως</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσίδρως Medium diacritics: λυσίδρως Low diacritics: λυσίδρως Capitals: ΛΥΣΙΔΡΩΣ
Transliteration A: lysídrōs Transliteration B: lysidrōs Transliteration C: lysidros Beta Code: lusi/drws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A freeing from perspiration, Choerob. in Theod. 1.252.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίδρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος, Α. Β. 1197.

Greek Monolingual

λυσίδρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τον ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -ίδρως (< ἱδρώς «ιδρώτας»), πρβλ. δυσ-ίδρως, φιλ-ίδρως].