λινούχος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

λινοῡχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι-ούχος, τυμβ-ούχος].