τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you
λινοῡχος, -ον (Α)αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι-ούχος, τυμβ-ούχος].