λύκοψις: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lycopsis (<i>c.</i> [[λύκαψος]]);<br /><b>2</b> <i>pê autre nom de la plante</i> [[ἄγχουσα]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ὄψομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lycopsis (<i>c.</i> [[λύκαψος]]);<br /><b>2</b> <i>pê autre nom de la plante</i> [[ἄγχουσα]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ὄψομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
and λύκοψος, vv. ll. for λυκαψός in Dsc.4.26.
Greek (Liddell-Scott)
λύκοψις: ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = λύκαψος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 lycopsis (c. λύκαψος);
2 pê autre nom de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: λύκος, ὄψομαι.
Greek Monolingual
(I)
λύκοψις και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. λύκαψος.———————— (II)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα.