λιποπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(6_17) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐποπτόλεμος''': -ον, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν πόλεμον, Νόνν. Δ. 35.389. | |lstext='''λῐποπτόλεμος''': -ον, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν πόλεμον, Νόνν. Δ. 35.389. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιποπτόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που εγκατέλειψε τον πόλεμο, τη [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (επικ. τ. του [[πόλεμος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A leaving the war, Nonn.D.35.389.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποπτόλεμος: -ον, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν πόλεμον, Νόνν. Δ. 35.389.
Greek Monolingual
λιποπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον πόλεμο, τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πτόλεμος (επικ. τ. του πόλεμος)].