μαθεύτρα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

και μαθητεύτρα, η
δασκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ- του μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. -(εύ)τρα, αναλογικά με τα ον. που παράγονται από ρ. σε -εύω (πρβλ. δουλεύ-τρα)].