μαίευτρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(6_21)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαίευτρα''': τά, ἀμοιβὴ διδομένη εἰς μαιεύτριαν διὰ μαίευσιν, Μ. Ψελλὸς ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 87.
|lstext='''μαίευτρα''': τά, ἀμοιβὴ διδομένη εἰς μαιεύτριαν διὰ μαίευσιν, Μ. Ψελλὸς ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 87.
}}
{{grml
|mltxt=τα (Μ [[μαίευτρα]])<br />η [[αμοιβή]] της μαίας ή του μαιευτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαιεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίδακ</i>-<i>τρα</i>, <i>λύ</i>-<i>τρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαίευτρα: τά, ἀμοιβὴ διδομένη εἰς μαιεύτριαν διὰ μαίευσιν, Μ. Ψελλὸς ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 87.

Greek Monolingual

τα (Μ μαίευτρα)
η αμοιβή της μαίας ή του μαιευτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, λύ-τρα)].