μαίευτρα
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
μαίευτρα: τά, ἀμοιβὴ διδομένη εἰς μαιεύτριαν διὰ μαίευσιν, Μ. Ψελλὸς ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 87.
τα (Μ μαίευτρα)
η αμοιβή της μαίας ή του μαιευτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρα (πρβλ. δίδακτρα, λύτρα)].