μάματα: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(24)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ma/mata
|Beta Code=ma/mata
|Definition=<b class="b3">ποιήματα, βρώματα</b>, Hsch.; cf. [[μάμματα]]. μαματίδες· <b class="b3">ἀναδενδράδες</b> (Dolopian), Id. μαμάτραι· <b class="b3">οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς</b>, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for <b class="b3">μὴ ἀμελεῖν</b>.
|Definition=<b class="b3">ποιήματα, βρώματα</b>, Hsch.; cf. [[μάμματα]]. μαματίδες· <b class="b3">ἀναδενδράδες</b> (Dolopian), Id. μαμάτραι· <b class="b3">οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς</b>, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for <b class="b3">μὴ ἀμελεῖν</b>.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάματα]] και [[μάμματα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μάματα]]<br />ποιήματα, βρώματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. <i>μάγματα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]]»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[μαμμᾶν]] «[[θηλάζω]], [[τρώγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάμμη]])].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάματα Medium diacritics: μάματα Low diacritics: μάματα Capitals: ΜΑΜΑΤΑ
Transliteration A: mámata Transliteration B: mamata Transliteration C: mamata Beta Code: ma/mata

English (LSJ)

ποιήματα, βρώματα, Hsch.; cf. μάμματα. μαματίδες· ἀναδενδράδες (Dolopian), Id. μαμάτραι· οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for μὴ ἀμελεῖν.

Greek Monolingual

μάματα και μάμματα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάματα
ποιήματα, βρώματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. μάγματα (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)].