μαλθακία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαλθᾰκία''': ἡ, = [[μαλακία]], Πλάτ. Πολ. 590Β. | |lstext='''μαλθᾰκία''': ἡ, = [[μαλακία]], Πλάτ. Πολ. 590Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλθακία]], ἡ (Α) [[μαλθακός]]<br />[[μαλθακότητα]], [[τρυφηλότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = μαλακία, Pl.R.590b.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.
Greek Monolingual
μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.