μαντώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_7) |
(24) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[προφητικός]], Νόνν. Ἰω. 4. 25, Χριστοδώρου Ἔκφρ. 37. | |lstext='''μαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[προφητικός]], Νόνν. Ἰω. 4. 25, Χριστοδώρου Ἔκφρ. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαντώδης]], -ῶδες (Α) [[μάντις]]<br />[[μαντικός]], [[προφητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μαντώδης: -ες, (εἶδος) προφητικός, Νόνν. Ἰω. 4. 25, Χριστοδώρου Ἔκφρ. 37.
Greek Monolingual
μαντώδης, -ῶδες (Α) μάντις
μαντικός, προφητικός.