μαντώδης
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek (Liddell-Scott)
μαντώδης: -ες, (εἶδος) προφητικός, Νόνν. Ἰω. 4. 25, Χριστοδώρου Ἔκφρ. 37.
Greek Monolingual
μαντώδης, -ῶδες (Α) μάντις
μαντικός, προφητικός.
German (Pape)
ες, von prophetischer Art, Nonn.