μαξιλάρι: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(24) |
(No difference)
|
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(24) |
(No difference)
|
το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν)
μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη του κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών του σώματος, προσκεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ. του λατ. maxilla «σαγόνι»].