μαξιλάρι: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(24)
(No difference)

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν)
μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη του κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών του σώματος, προσκεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ. του λατ. maxilla «σαγόνι»].