μαστιγώνω: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(24) |
(No difference)
|
Revision as of 07:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM μαστιγῶ, -όω, Μ και μαστιγώνω) μάστιξ
1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω
2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω
νεοελλ.
δέρνω
2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η εφημερίδα μας με τα άρθρα της μαστίγωσε ανελέητα τον υπουργό»).