μεγαλοφάνταστος: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
(No difference)
|
(24) |
(No difference)
|
-η, -ο
1. αυτός που έχει μεγάλη φαντασία
2. αυτός που απορρέει από μεγάλη φαντασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φανταστος (< φαντάζομαι), πρβλ. ευ-φάνταστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].