μελάμπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_17)
(24)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμπεδος''': -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.
|lstext='''μελάμπεδος''': -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[έδαφος]], μαύρη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υψί</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzem Boden, Eust. 28, 23.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπεδος: -ον, ὁ ἔχων μαύρην γῆν, Εὐστ.

Greek Monolingual

μελάμπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέδον (πρβλ. υψί-πεδος, χαλκό-πεδος)].