μελιτόβρυτος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(24)
(No difference)

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

μελιτόβρυτος, -ον (Μ)
1. αυτός που είναι γεμάτος μέλι
2. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «αφθονώ, αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανό-βρυτος].