μεριμνητής: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se préoccupe de, qui médite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se préoccupe de, qui médite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.
Greek Monolingual
μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».