μεμηχανημένως: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμηχανημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πανούργο τρόπο, δόλια («[[μεμηχανημένως]] ὑβριζόμεθα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηχανημένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. <i>μηχανῶμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηχᾰνημένως Medium diacritics: μεμηχανημένως Low diacritics: μεμηχανημένως Capitals: ΜΕΜΗΧΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēchanēménōs Transliteration B: memēchanēmenōs Transliteration C: memichanimenos Beta Code: memhxanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (μηχανάομαι)

   A by stratagem, E.Ion809.

German (Pape)

[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.

Greek Monolingual

μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].