μεσημβριάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_4)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσημβριάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[μεσημβρινός]], Νόνν. Δ. 48, 590.
|lstext='''μεσημβριάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[μεσημβρινός]], Νόνν. Δ. 48, 590.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσημβριάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσημβρινός]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβριάς Medium diacritics: μεσημβριάς Low diacritics: μεσημβριάς Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΑΣ
Transliteration A: mesēmbriás Transliteration B: mesēmbrias Transliteration C: mesimvrias Beta Code: meshmbria/s

English (LSJ)

άδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn.D.48.590.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.

Greek Monolingual

μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.