μεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_4) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμπτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[μέμφομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, [[ἄξιος]] μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7. | |lstext='''μεμπτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[μέμφομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, [[ἄξιος]] μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[μεμπτέος]], -α, -ον) [[μέμφομαι]]<br />αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be blamed, Gorg.Hel.19, A.D.Pron.49.13. II -τέον, one must blame, reject, Str.1.2.1, Sor.1.21, Plot.3.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
μεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μέμφομαι, ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, ἄξιος μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μεμπτέος, -α, -ον) μέμφομαι
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.