μεριμνηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(b)
 
(24)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.
}}
{{ls
|lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεριμνηματικός]], -ή, -όν (Α) [[μερίμνημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μέριμνα]], [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 134] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνηματικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.

Greek Monolingual

μεριμνηματικός, -ή, -όν (Α) μερίμνημα
1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία
2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).