μετροταινία: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
λινή, πλαστική ή μεταλλική ταινία βαθμονομημένη σε μέτρα, εκατοστόμετρα και χιλιοστόμετρα που χρησιμοποιείται ως όργανο μέτρησης μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + ταινία (πρβλ. μαγνητο-ταινία). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].