μητρογαμία: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_10)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρογᾰμία''': ἡ, ὁ [[μετὰ]] τῆς μητρὸς [[γάμος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ.
|lstext='''μητρογᾰμία''': ἡ, ὁ [[μετὰ]] τῆς μητρὸς [[γάμος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρογαμία]], ἡ (Α) [[μητρογάμος]]<br />ο [[γάμος]] κάποιου με τη [[μητέρα]] του.
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρογᾰμία Medium diacritics: μητρογαμία Low diacritics: μητρογαμία Capitals: ΜΗΤΡΟΓΑΜΙΑ
Transliteration A: mētrogamía Transliteration B: mētrogamia Transliteration C: mitrogamia Beta Code: mhtrogami/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incest with one's mother, Sch.Ptol.Tetr.166.

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, Ehe mit der Mutter, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

μητρογᾰμία: ἡ, ὁ μετὰ τῆς μητρὸς γάμος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ.

Greek Monolingual

μητρογαμία, ἡ (Α) μητρογάμος
ο γάμος κάποιου με τη μητέρα του.