μητρυιός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(6_19)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρυιός''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 6˙ «καὶ μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασι τὸν πατρωόν, ἀρρενωνυμοῦντες τὴν μητρυιὰν» Εὐστ. 560, 14.
|lstext='''μητρυιός''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 6˙ «καὶ μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασι τὸν πατρωόν, ἀρρενωνυμοῦντες τὴν μητρυιὰν» Εὐστ. 560, 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρυιός]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μητριός]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρυιός Medium diacritics: μητρυιός Low diacritics: μητρυιός Capitals: ΜΗΤΡΥΙΟΣ
Transliteration A: mētryiós Transliteration B: mētruios Transliteration C: mitryios Beta Code: mhtruio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A stepfather, Theopomp. Com.12, Hyp.Fr.140.

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, Stiefvater, com. bei Poll. 3, 27; nach Eust. 560, 14 für πατρωός.

Greek (Liddell-Scott)

μητρυιός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 6˙ «καὶ μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασι τὸν πατρωόν, ἀρρενωνυμοῦντες τὴν μητρυιὰν» Εὐστ. 560, 14.

Greek Monolingual

μητρυιός, ὁ (Α)
βλ. μητριός.