μονομαχοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομᾰχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.
|lstext='''μονομᾰχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μονομαχοτρόφος]], -ον)<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα [[δημόσια]] θεάματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονομάχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχοτρόφος Medium diacritics: μονομαχοτρόφος Low diacritics: μονομαχοτρόφος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: monomachotróphos Transliteration B: monomachotrophos Transliteration C: monomachotrofos Beta Code: monomaxotro/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A trainer of gladiators, Lat.lanista, Gloss.

German (Pape)

[Seite 204] Zweikämpfer, Gladiatoren ernährend, haltend, lanista.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μονομαχοτρόφος, -ον)
(στην αρχαία Ρώμη) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα δημόσια θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος + -τρόφος (< τρέφω)].